ἀπολύονται

ἀπολύονται
ἀπολύω
destroy utterly
pres ind mp 3rd pl (epic)
ἀπολύ̱ονται , ἀπολύω
destroy utterly
pres ind mp 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καρναβάλι — Εορταστική περίοδος της Αποκριάς με παραδοσιακές εκδηλώσεις, όπου κυριαρχούν οι μεταμφιέσεις (μασκαρέματα). Η λέξη, όπως προκύπτει από την πιθανή ετυμολογία της (ιταλ. carne = κρέας + vale = χαίρε), σημαίνει αποχή από το κρέας. Το κ. τοποθετείται …   Dictionary of Greek

  • παραπίπτω — ΝΜΑ πέφτω παράμερα, παραπέφτω, χάνομαι («ἡ ἀκολουθία τοῡ ἁγίου... παραπεσοῡσα οὐχ εὑρίσκετο», Ευστ.) μσν. αρχ. αμαρτάνω αρχ. 1. πέφτω κοντά ή δίπλα σε κάποιον ή σε κάτι («ἐγγὺς δὲ τῶν τειχῶν τὸ σῶμα... παραπεπτωκός», Πλούτ.) 2. έρχομαι… …   Dictionary of Greek

  • στρατιωτικός — ή, ό / στρατιωτικός, ή, όν, ΝΜΑ [στρατιώτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στρατό ή στον στρατιώτη (α. «στρατιωτικά δικαστήρια» β. «στρατιωτική στολή» γ.» στρατιωτικαὶ οἰκήσεις», Πλάτ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ο στρατιωτικός άτομο που υπηρετεί …   Dictionary of Greek

  • Ισλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ισλανδίας Έκταση: 103.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 279.384 (2002) Πρωτεύουσα: Pέικιαβικ (112.268 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της βόρειας Ευρώπης. Βρέχεται από τον Βόρειο Ατλαντικό ωκεανό καθώς και από τη θάλασσα της… …   Dictionary of Greek

  • ἀπολύονθ' — ἀπολύοντα , ἀπολύω destroy utterly pres part act neut nom/voc/acc pl (epic) ἀπολύοντα , ἀπολύω destroy utterly pres part act masc acc sg (epic) ἀπολύ̱οντα , ἀπολύω destroy utterly pres part act neut nom/voc/acc pl ἀπολύ̱οντα , ἀπολύω destroy… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”